Είναι εξαιρετικά δύσκολο να περάσει απαρατήρητος ένας οδηγός με την αύρα και την οδηγική μοναδικότητα του Juan Pablo Montoya. Το καινούριο αφιέρωμά μας θα δώσει προσοχή στην αξιοζήλευτη αγωνιστική του καριέρα, η οποία απαρτίζεται από νικηφόρα περάσματα σε πολλά είδη αγωνιστικών διοργανώσεων, με το αγωνιστικό πνεύμα του ίδιου να αποτελεί την βασική πηγή της επιτυχίας του.
Γεννημένος στην πόλη Μπογκοτά της Κολομβίας στις 20 Σεπτεμβρίου του 1975, ο Montoya ήρθε σε επαφή με τον αγαπημένο κόσμο της οδήγησης στην ηλικία των 5 ετών όταν οδήγησε αγωνιστικό καρτ για πρώτη φορά. Ο πατέρας του, Pablo, ήταν αρχιτέκτονας και ερασιτέχνης οδηγός καρτ στην πρωτεύουσα της χώρας. Σε συνδυασμό με τον πηγαίο ενθουσιασμό του για τα μηχανοκίνητα σπορ, ανέλαβε να διδάξει στο γιο του τα διάφορα “μυστικά” οδήγησης που ο ίδιος είχε μάθει από την αγωνιστική του πορεία. Η ταχύτητα του μικρού Montoya δεν άργησε να φανεί. Το 1984 κατέκτησε το εθνικό πρωτάθλημα παίδων για τους αγώνες καρτ στην Κολομβία. Η πρώτη αυτή διάκριση αποτέλεσε μια σημαντική ένδειξη αγωνιστικού ταλέντου, ειδικά αν αναλογιστούμε το γεγονός πως οι αγώνες καρτ ήταν απίστευτα δημοφιλείς στην Ευρώπη και την Νότια Αμερική, αποτελούμενοι ως εκ τούτου από πολύ υψηλά επίπεδα ανταγωνισμού.
Όταν έγινε πλέον ξεκάθαρο πως το ενδιαφέρον του Montoya για τους αγώνες ήταν κάτι περισσότερο από ένα χόμπι, ο πατέρας του έκανε σχεδόν τα πάντα για να υποστηρίξει το όνειρό του. Οι αγώνες ταχύτητας είναι ευρέως γνωστοί ως ένα ακριβό σπορ σε όλες τις κατηγορίες του και η οικογένεια, όπως μπορεί να γίνει ευνόητο βάσει της χώρας καταγωγής, δεν ήταν εύπορη κι έτσι χρειάστηκε να κάνει πάμπολλες θυσίες, κυρίως οικονομικής φύσεως.
Οι θυσίες αυτές σταδιακά απέδιδαν καρπούς, με τον Montoya να αναρριχάται στις πιο μεγάλες κατηγορίες των αγώνων καρτ και να σημειώνει καλά αποτελέσματα, κεντρίζοντας έτσι το ενδιαφέρον ομάδων που αγωνίζονταν όχι μόνο σε θεσμούς των γειτονικών χωρών, αλλά και σε θεσμούς στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Μετά από μια σειρά ικανοποιητικών εμφανίσεων σε μικρές κατηγορίες μονοθεσίων της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας, το 1997 ο Κολομβιανός άρχισε να χτίζει μια θετική φήμη γύρω από το αγωνιστικό του προφίλ όταν τερμάτισε 2ος στη Formula 3000 (τωρινή Formula 2). Παράλληλα προσέφερε υπηρεσίες δοκιμαστή οδηγού στην ομάδα της Williams, η οποία τότε ήταν ήδη παγκόσμια πρωταθλήτρια στη Formula 1. Το 1998 κυνήγησε ξανά τον τίτλο στη Formula 3000, επικρατώντας τελικά του Nick Heidfeld στην βαθμολογία οδηγών. Όντας πλέον πρωταθλητής, είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί στο υψηλότερο επίπεδο αγώνων. Ωστόσο, υπήρχε ένα πρόβλημα.
Όπως αναφέρθηκε και στο αφιέρωμα για τη συνεργασία Williams-BMW, η Renault σταμάτησε να προμηθεύει τη Williams με κινητήρες στα τέλη του 1997. Έτσι, η τελευταία συμβιβάστηκε με παλιούς πελατειακούς κινητήρες της γαλλικής φίρμας και μέτρια αποτελέσματα για δύο σεζόν, μέχρι να κάνει την είσοδό της η BMW για το 2000. Προκειμένου να προσελκύσει νέους επενδυτές για το υποδεέστερο πλέον αγωνιστικό της τμήμα, η Williams έκανε συμφωνία με την ομάδα της Chip Ganassi Racing, μια από τις πιο παραδοσιακές δυνάμεις των αγώνων μονοθεσίων στις Η.Π.Α. Η συμφωνία αυτή όριζε την ανταλλαγή οδηγών μεταξύ των δύο ομάδων. Για το 1999, ο Montoya θα έτρεχε με την Chip Ganassi στο πρωτάθλημα CART ενώ ο Ιταλός και δις-πρωταθλητής του θεσμού, Alex Zanardi, θα μεταφερόταν στη Williams για να τρέξει στη Formula 1.
Οι δύο οδηγοί τελικά εκπλήρωσαν τον βασικό όρο της συμφωνίας και άλλαξαν στρατόπεδα για το 1999. Ενώ ο Zanardi ήρθε αντιμέτωπος με μια δύσκολη και μέτρια αποδοτικά χρονιά με τη Williams, ο Montoya έκανε σχεδόν άμεσα αισθητή την παρουσία του στο CART. Μετά από μια μεγάλη μονομαχία με τον Σκωτσέζο Dario Franchitti, οι δυο τους τελικά έλυσαν τις διαφορές τους στον τελευταίο σταθμό του πρωταθλήματος, στην οβάλ πίστα της Fontana. Ο αγώνας επισκιάστηκε από το τραγικό δυστύχημα του Greg Moore. Ο Montoya τελικά τερμάτισε σε καλύτερη θέση από τον Franchitti και οι δυο τους βρέθηκαν σε απόλυτη ισοβαθμία με 212 βαθμούς. Ο τίτλος τελικά πήγε στον Κολομβιανό καθώς είχε κερδίσει περισσότερους αγώνες μέσα στη χρονιά· επτά έναντι των μόλις τριών του Σκωτσέζου.
Μετά από αυτή την άκρως απροσδόκητη έκβαση, ο Montoya αποφάσισε να παραμείνει στις Η.Π.Α. για μια ακόμη χρονιά. Η Chip Ganassi διαφοροποίησε πλήρως το αγωνιστικό της πακέτο, αλλάζοντας από Reynard σε Lola για τον σχεδιασμό πλαισίου και από Honda σε Toyota για την προμήθεια κινητήρων. Το νέο μονοθέσιο ήταν λιγότερο γρήγορο και αξιόπιστο και οδήγησε τον Montoya μόλις στην 9η θέση της τελικής βαθμολογίας στο πρωτάθλημα CART. Τα μεγαλύτερα στιγμιότυπα για τον ίδιο μέσα στο 2000 είναι δύο. Αρχικά, η νίκη του στο θρυλικό Indianapolis 500 στην πρώτη του απόπειρα με άκρως εμφατικό τρόπο, όντας πρωτοπόρος στους 167 από τους 200 γύρους του αγώνα. Έπειτα, η επική του νίκη στα 500 μίλια του Michigan ύστερα από μια συγκλονιστική, ρόδα με ρόδα μονομαχία με τον Michael Andretti, σε ταχύτητες που ξεπερνούσαν τα 340 km/h κατά μέσο όρο.
Το 2001 ο Montoya άφησε τις Η.Π.Α. για να τρέξει στην F1, πλαισιώνοντας τον Ralf Schumacher στην ομάδα της Williams έως τα τέλη του 2004. Το μονοθέσιο της, που τροφοδοτούσε πλέον ο νέος κινητήρας V10 της BMW, ήταν αρκετά γρήγορο ώστε να επιτρέψει στον Κολομβιανό να κάνει μια σειρά από εντυπωσιακές εμφανίσεις. Παρόλ’ αυτά, η επιθετική του οδήγηση, τα οδηγικά λάθη και τα προβλήματα μηχανολογικής φύσεως τον εμπόδισαν να φτάσει στην κορυφή της κορωνίδας των μηχανοκίνητων σπορ, φτάνοντας πολύ κοντά στον τίτλο το 2003. Παρά την εξέλιξη αυτή ο Κολομβιανός άφησε το στίγμα του και αγαπήθηκε από πολλούς λάτρεις, λόγω του θράσους που έδειξε απέναντι στους ισχυρότερους ανταγωνιστές και ειδικότερα στην Ferrari, η οποία μεσουρανούσε τότε με τον Michael Schumacher.
Διαβάστε επίσης: Fernando Alonso – Η άνοδος και η πτώση ενός μεγάλου μαχητή
Το 2005 υπέγραψε στην ομάδα της McLaren και πλαισίωσε τον Kimi Räikkönen. Το ξεκίνημα της χρονιάς ήταν πολύ δύσκολο για εκείνον, καθώς χρειάστηκε αρκετός χρόνος ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στην οδηγική προσέγγιση που απαιτούσε η νέα MP4/20 για να αποδώσει τα μέγιστα. Στις χειμερινές δοκιμές, μόλις στον πρώτο του γύρο εξόδου, πίστευε πως το μονοθέσιο δεν λειτουργούσε σωστά. Η αίσθηση, κυρίως από την ανάρτηση δεν του επέτρεπε να οδηγήσει στο όριο. Η ομάδα προσπάθησε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσει ο Κολομβιανός να προσαρμοστεί στο μονοθέσιο, κάνοντας ορισμένες αλλαγές στο εμπρός μέρος.
Η τύχη δεν ήταν με το μέρος του σε πολλούς αγώνες όπου εγκατέλειπε από μηχανικά προβλήματα ενώ μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη όπως στην Ουγγαρία, αλλά εν τέλει οι επιτυχίες ήρθαν, έστω και αργά. Στο δεύτερο μισό της χρονιάς σημείωσε 3 σε Μ. Βρετανία, Ιταλία και Βραζιλία νίκες και άλλες 2 παρουσίες στο βάθρο, κλείνοντας τη σεζόν στην 4η θέση της βαθμολογίας και δημιουργώντας θετικές προσδοκίες για το 2006.
Η McLaren ανακοίνωσε πως ο Fernando Alonso θα ήταν ο ένας από τους δύο οδηγούς της για το 2007. Με δεδομένο πως ο Räikkönen είχε τότε την ακλόνητη εμπιστοσύνη και υποστήριξη της ομάδας, φάνηκε πως ο Montoya θα ήταν εκείνος που θα αποχωρούσε στο τέλος της σεζόν. Έτσι, η οδήγησή του έγινε ακόμα πιο φρενήρης και τον οδήγησε σε σημαντικά λάθη. Παράλληλα, στις ιδιωτικές δοκιμές, ήταν εκείνος που θα εξέλισσε την εμπρός ανάρτηση η οποία χρησιμοποιήθηκε το 2007, θέλοντας την παραμονή του στην McLaren.
Εν τέλει, οι σχέσεις του με την ομάδα άρχισαν να χειροτερεύουν και η “χαριστική βολή” δόθηκε στο Grand Prix των Η.Π.Α. Μετά από την εμπλοκή του σε μια σύγκρουση που άφησε εκτός αγώνα τον ίδιο, τον Räikkönen και άλλους τρεις οδηγούς, ο Κολομβιανός άφησε τη McLaren μεσούσης της σεζόν και επέστρεψε στα γνώριμα λημέρια της Chip Ganassi Racing, ώστε να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα NASCAR στις Η.Π.Α. Η καριέρα του στη Formula 1 έκλεισε πρόωρα με 95 αγώνες, 30 παρουσίες στο βάθρο και 7 νίκες, μεταξύ αυτών και στο ιστορικό Μονακό το 2003.
Ο λιγότερο σοβαρός και απαιτητικός κόσμος των αγώνων με stock αυτοκίνητα επέτρεψε στον Montoya να επιστρέψει στον παλιό καλό εαυτό του και να γίνει αγαπητός σε μια εξίσου μεγάλη μερίδα από λάτρεις των αγώνων. Ο Montoya παρέμεινε στο NASCAR μέχρι το 2014, χωρίς να αποτελέσει κάποια ουσιαστική απειλή για τα μεγάλα ονόματα του θεσμού αυτού. Συμμετείχε σε σχεδόν 300 αγώνες σε όλες τις κατηγορίες και κέρδισε σε 3 από αυτούς.
Μέσα στο μεσοδιάστημα δοκίμασε την τύχη του και στους αγώνες αντοχής· το 2007 έκανε την παρθενική του εμφάνιση στις 24 ώρες της Daytona και τελικά κέρδισε, οδηγώντας μια Riley-Lexus Mark XI πλάι στους συναθλητές Scott Pruett και Salvador Durán. Συμμετείχε πάλι στον ίδιο αγώνα για το 2008 και κέρδισε ξανά οδηγώντας το ίδιο αυτοκίνητο, αυτή τη φορά πλάι στον Scott Pruett, τον Memo Rojas και τον πρώην “αντίπαλό” του από την εποχή του CART, τον Dario Franchitti. Συνέχισε να λαμβάνει μέρος στον αγώνα αυτό μέχρι το 2013, όταν πήρε την τρίτη και τελευταία του νίκη εκεί.
Μέσα στο 2014 ο Montoya ανακοίνωσε την επιστροφή του στους αγώνες μονοθεσίων και, συγκεκριμένα, στο πρωτάθλημα IndyCar. Η είδηση αυτή χαροποίησε πάρα πολλούς οπαδούς του. Ο Κολομβιανός μεταφέρθηκε στην ομάδα της Penske και παρέμεινε στο πρωτάθλημα μέχρι τα τέλη του 2017. Μέσα σε αυτή την περίοδο επέστρεψε στο Indianapolis 500 για πρώτη φορά μετά την νικηφόρα πρώτη απόπειρά του, το 2000. Μάλιστα, το 2015 κατάφερε και κέρδισε ξανά το θρυλικό event μετά από 15 χρόνια, σημειώνοντας το ρεκόρ για τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση μεταξύ δύο νικών στην πίστα αυτή.
Επίσης, η χρονιά του 2015 ήταν και η μεγαλύτερή του ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής του IndyCar. Ο Montoya έδωσε μάχη με τον Scott Dixon και ο τίτλος κρίθηκε στον τελευταίο αγώνα όπου έδινε διπλούς βαθμούς, στην πίστα της Sonoma Raceway. Νικητής βγήκε ο Dixon και η τελική βαθμολογία βρήκε τους δύο οδηγούς σε απόλυτη ισοβαθμία, στους 556 βαθμούς. Το σκηνικό θύμισε την πρώτη χρονιά του Montoya στο CART, το 1999. Αυτή τη φορά, ο Κολομβιανός ήταν αυτός που έχασε τον τίτλο διότι είχε κερδίσει δύο αγώνες μέσα στη χρονιά, έναντι των τριών του Dixon.
Παράλληλα, μέσα στο 2015 έκανε δοκιμές με την Porsche 919 LMP1 με σκοπό τη συμμετοχή του στις 24 ώρες του Le Mans, σε μια απόπειρα να κατακτήσει το triple crown των μηχανοκίνητων σπορ. Παρά τις θετικές του επιδόσεις στα δοκιμαστικά τεστ δεν υλοποιήθηκε κάποια συμφωνία, διότι η Porsche δεν κατέβασε τρίτο αγωνιστικό το 2016.
Από τα τέλη του 2017 μέχρι και σήμερα, ο Montoya αγωνίζεται πλέον σε αγώνες αντοχής της Αμερικανικής επικράτειας (IMSA) με την Acura της Penske. Το 2018 έκανε τελικά την πρώτη του εμφάνιση στο Le Mans οδηγώντας ένα αγωνιστικό κατηγορίας LMP2. Τελικά ολοκλήρωσε τον αγώνα στην 7η θέση γενικής κατάταξης και 3η στην κατηγορία του, ανεβαίνοντας στο βάθρο μαζί με τους Hugo de Sadeleer και Will Owen. Το 2019 κατέκτησε το πρωτάθλημα στους αγώνες αντοχής των Η.Π.Α. μαζί με τον Dane Cameron.
Είναι σχετικά εύλογο να θεωρήσουμε πως η απότομη αποκοπή του Κολομβιανού από την F1 αποτελεί ίσως το μελανό σημείο της αγωνιστικής του καριέρας. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, δεν παύει ο ίδιος να αποτελεί μια από τις πολύ λίγες περιπτώσεις επιθετικών και ταυτόχρονα αξιόπιστων οδηγών. Η αγωνιστική του καριέρα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, οπότε έχουμε λίγο χρόνο ακόμη ώστε να απολαύσουμε το οδηγικό του μεγαλείο με το οποίο μας συστήθηκε ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Νεκτάριος Αποστολόπουλος