Ύστερα από το αφιέρωμα για το περιβόητο split των Αμερικανικών αγώνων formula, το νέο μας κείμενο θα επικεντρωθεί στην ιστορία του Justin Wilson, ο οποίος βρήκε την αγωνιστική του «Ιθάκη» στις Η.Π.Α. και εξελίχθηκε σε έναν αξιόπιστο οδηγό αγώνων, μέχρι η μοίρα να αλλάξει τα σχέδιά της για εκείνον.
Ο Justin Wilson γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου του 1978 στο Sheffield, στην βόρεια περιφέρεια του Yorkshire, στη Μεγάλη Βρετανία. Ο πατέρας του, Keith Wilson, αγωνιζόταν στις μικρές κατηγορίες μονοθεσίων της Formula Ford από τη δεκαετία του 1960 μέχρι να θέσει, το 1975, ένα πρόωρο τέλος στην καριέρα του, εξαιτίας ενός μεγάλου ατυχήματος στην πίστα του Oulton Park.
Στην ηλικία των 8 και αναζητώντας μια ενδιαφέρουσα ασχολία, ο Justin επέλεξε τον λατρεμένο κόσμο της οδήγησης και τα καρτ. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων διαγνώστηκε με δυσλεξία η οποία τον ταλαιπώρησε για αρκετό καιρό, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Έχοντας τον πατέρα στο πλάι του ξεκίνησε την αγωνιστική του πορεία, λαμβάνοντας μέρος σε μικρές διοργανώσεις αγώνων καρτ της χώρας και, σταδιακά, σημείωσε μια σειρά από σταθερά αποτελέσματα. Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε σε επαφή με τον Terry Fullerton, ειδήμονα σε αυτό το είδος αγώνων και παλιό «αντίπαλο» του αείμνηστου Ayrton Senna στα καρτ. Ο Fullerton ανέλαβε να εκπαιδεύσει τον νεαρό Justin για το 1994, βοηθώντας τον να τερματίσει 5ος στην κορυφαία κατηγορία των αγώνων καρτ στη Μεγάλη Βρετανία. Οι πίστες τον βρήκαν, ουκ ολίγες φορές, αντιμέτωπο με τον συμπατριώτη του και μελλοντικό παγκόσμιο πρωταθλητή, Jenson Button.
Την επόμενη χρονιά, σε ηλικία 16 χρονών, ο Justin έκανε το βήμα παραπάνω και αναρριχήθηκε στους αγώνες formula, λαμβάνοντας συμμετοχή στο μικρό πρωτάθλημα Formula Vauxhall Junior με την ομάδα JLR. Μετά από ένα δυναμικό ξεκίνημα και κάποια σύντομα σκαμπανεβάσματα, τερμάτισε 3ος στην τελική βαθμολογία και το 1996 μεταφέρθηκε στην κύρια κατηγορία της Formula Vauxhall οδηγώντας για την ομάδα του Paul Stewart, γιου του παγκόσμιου πρωταθλητή της Formula 1, Jackie Stewart. Παρέμεινε εκεί για δύο σεζόν, καταγράφοντας αρκετούς καλούς τερματισμούς και εντυπωσιάζοντας τον Stewart με τις επιδόσεις του.
Ο Justin ήταν ασυνήθιστα ψηλός από μικρή ηλικία, κάτι που ο Stewart πίστεψε πως θα τον δυσκολέψει και θα τον αδικήσει στους αγώνες μονοθεσίων, λόγω των πολύ μικρών διαστάσεών τους σε χωρητικότητα. Έτσι τον συμβούλευσε να συνεχίσει την πορεία του σε κάποια άλλη μορφή αγώνων, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Εξαιτίας του πολύ υψηλού παραβόλου συμμετοχής ο Justin δεν μπόρεσε να τρέξει στη Formula 3 και τελικά, το 1998, ύστερα από παρότρυνση του πρώην οδηγού της F1 Jonathan Palmer, αγωνίστηκε στη Formula Palmer Audi, μια εναλλακτική και πιο προσιτή κατηγορία μονοθεσίων που μόλις είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Τελικά, αναδείχθηκε πρωταθλητής με εμφατικό τρόπο κι έτσι κέρδισε μια θέση βασικού οδηγού στη Formula 3000 (τωρινή Formula 2) για την επόμενη χρονιά.
Υπό την καθοδήγηση του Jonathan Palmer, παρέμεινε στον θεσμό για τρεις χρονιές και βελτίωσε σημαντικά τις οδηγικές του επιδόσεις. Το 2001 κατέκτησε το πρωτάθλημα με την ομάδα της Nordic, τερματίζοντας στο βάθρο στους 10 από τους 12 αγώνες.
Παρά την επιτυχία αυτή, δεν υπήρξε καμία ομάδα στη F1 που να εξέφρασε σοβαρό ενδιαφέρον για τον βρετανό· πέρα από κάποια δοκιμαστικά τεστ με την Jordan και μια εξέταση συμμετοχής στο πρωτάθλημα CART των Η.Π.Α., η χρονιά του 2002 βρήκε τον Justin Wilson σε άλλη μια καινούρια διοργάνωση μονοθεσίων: τη World Series by Nissan, η οποία θεμελιώθηκε με βάση την παλιά Ισπανική Formula Renault. Κέρδισε σε δύο αγώνες και τερμάτισε άλλες έξι φορές στο βάθρο, ολοκληρώνοντας τη χρονιά στην 4η θέση της τελικής κατάταξης.
Ήδη από τα τέλη της χρονιάς παρουσιάστηκε μια ευκαιρία για συμμετοχή στην κορωνίδα των μηχανοκίνητων σπορ. Ο Βρετανός προοριζόταν να αντικαταστήσει τον αρκετά μέτριο Alex Yoong στην μικρή ομάδα της Minardi για τους τελευταίους αγώνες της σεζόν, μέχρι να διαπιστωθεί ότι τελικά δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα στο μονοθέσιο λόγω των πολύ μακριών ποδιών του.
Έπειτα από μια μεγάλη προσπάθεια συγκέντρωσης του απαραίτητου ποσού συμμετοχής, τόσο από τον Palmer όσο και από την οικογένεια συνολικά, ο Justin εν τέλει αγωνίστηκε στη Formula 1 για το 2003 με την Minardi, η οποία διαμόρφωσε κατάλληλα το νέο της μονοθέσιο ώστε να μπορέσει να χωρέσει μέσα σε αυτό ο πανύψηλος βρετανός.
Παρά το γεγονός ότι η PS03 ήταν απελπιστικά αργή, κατάφερε κι έκανε κάποιες πειστικές εμφανίσεις με την ιταλική ομάδα, κερδίζοντας μια θέση στην Jaguar για τους τελευταίους 5 αγώνες. Τελικά τερμάτισε 8ος στο Grand Prix των Ηνωμένων Πολιτειών και βαθμολογήθηκε για πρώτη –και τελευταία, όπως έμελλε να αποδειχθεί– φορά στο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Η αρχική συμφωνία όριζε πως θα παρέμενε στη Jaguar, πλαισιώνοντας τον Mark Webber. Ωστόσο η Ford, η οποία τότε είχε την ιδιοκτησία της ομάδας, δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει επιπρόσθετες επενδύσεις χρημάτων κι έτσι προέτρεψε την Jaguar να αναζητήσει έναν οδηγό που θα έφερνε μαζί του ένα σεβαστό ποσό χρημάτων από τους χορηγούς του. Έτσι, ο Justin έχασε την θέση του από τον Αυστριακό Christian Klien που είχε την οικονομική στήριξη της ζάμπλουτης Red Bull, μένοντας χωρίς ομάδα για το 2004.
Έχοντας μείνει πλέον χωρίς θέση βασικού οδηγού, αγωνίστηκε στις 24 ώρες του Le Mans οδηγώντας ένα Dome S101 LMP1 πλάι στους Tom Coronel και Ralph Firman, χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα. Τελικά βρήκε ένα νέο αγωνιστικό «καταφύγιο» στις Η.Π.Α. και το πρωτάθλημα CART που, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν σε μια πτωτική κατάσταση από άποψη πρεστίζ και απήχησης. Παρόλ’ αυτά, παρέμεινε στον θεσμό μέχρι το 2008, όταν οριστικοποιήθηκε η συγχώνευσή του CART με το Indy Racing League που οδήγησε στο ενιαίο πρωτάθλημα IndyCar, μια ιστορία που την αναφέραμε στο προηγούμενό μας αφιέρωμα. Μέχρι εκείνο το σημείο είχε κερδίσει σε 4 αγώνες και σχεδόν πήρε τον τίτλο σε δύο σερί χρονιές, το 2006 και το 2007.
Μετά την γέννηση του πρωταθλήματος IndyCar και την αποκατάσταση της συνοχής των αγώνων formula στις Η.Π.Α., ο βρετανός συνέχισε την πορεία του στον νέο θεσμό με την ομάδα της Newman Haas. Ωστόσο, το νέο αγωνιστικό πακέτο δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό και τον οδήγησε σε μόλις μία νίκη, στο Detroit.
Διαβάστε επίσης: Η διάσπαση μεταξύ IndyCar/CART – Ένας μηχανοκίνητος «εμφύλιος» πόλεμος
Το IndyCar αποτέλεσε ένα σταθερό αγωνιστικό πεδίο για τον ίδιο μέσα στα επόμενα χρόνια· οδήγησε για μικρομεσαίες ομάδες και μέχρι το 2014 κατάφερε να κερδίσει δύο αγώνες, ανέβηκε αρκετές φορές στο βάθρο και σημείωσε μια 5η θέση στο θρυλικό Indianapolis 500 του 2013.
Παράλληλα, ξεκινώντας ήδη από τον καιρό που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αμερική, έλαβε μέρος σε αγώνες αντοχής όπως οι 24 ώρες της Daytona και οι 12 ώρες του Sebring, ενώ έκανε κάποιες μεμονωμένες εμφανίσεις και σε άλλες μορφές αγώνων όπως τα V8 Supercars και η Formula E. Το 2012, μαζί με τους A. J. Allmendinger, Oswaldo Negri Jr. και John Pew αναδείχθηκε τελικός νικητής στην Daytona και προσέθεσε μία αξιοσημείωτη διάκριση στο ενεργητικό του.
Ο Justin ήρθε ξανά αντιμέτωπος με προβλήματα αναζήτησης χρηματοδοτών και δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει μια θέση βασικού οδηγού στο IndyCar για το 2015, καταλήγοντας στην ομάδα του Michael Andretti που του προσέφερε κάθισμα για επιλεγμένους αγώνες.
Στις 23 Αυγούστου του 2015 πραγματοποιήθηκε ο αγώνας 500 μιλίων στην οβάλ πίστα του Pocono και ο βρετανός έκανε την έκτη του εμφάνιση με την νέα του ομάδα. Κατά τη διάρκεια του γύρου 179, ο πρωτοπόρος Sage Karam έχασε τον έλεγχο και έπεσε στον προστατευτικό τοίχο με πάνω από 320 km/h. Εξαιτίας της σύγκρουσης, η εμπρόσθια αεροτομή έσπασε και εκσφενδονίστηκε προς το διάβα των οδηγών που ακολουθούσαν. Δυστυχώς η αεροτομή χτύπησε το κράνος του Justin, ο οποίος περνούσε από εκείνο το σημείο αδυνατώντας να αντιδράσει έγκαιρα. Έχασε ακαριαία τις αισθήσεις του και το μονοθέσιό του έπεσε στον τοίχο της άλλης πλευράς της πίστας. Μόλις τον έβγαλαν οι γιατροί από εκεί, η κατάστασή του ήταν ήδη πολύ κρίσιμη και μεταφέρθηκε άμεσα στο κοντινότερο νοσοκομείο, όντας σε κώμα με σοβαρά κρανιακά τραύματα. Παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, ο Justin Wilson τελικά υπέκυψε στα τραύματά του την επόμενη μέρα.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του ο αδερφός του, Stefan, με τον οποίο υπήρξαν συναθλητές στο IndyCar το 2013, γνωστοποίησε πως τα όργανά του δωρίθηκαν ώστε να σωθούν οι ζωές άλλων έξι συνανθρώπων μας. Επίσης, αρκετοί οδηγοί από διάφορες διοργανώσεις της χώρας έκαναν αφιερώσεις στον αδικοχαμένο βρετανό, επιβεβαιώνοντας την θετική φήμη που είχε διαμορφωθεί για εκείνον.
Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Μηχανοκίνητου Αθλητισμού (FIA) είχε αρχίσει ήδη να αναζητά σοβαρές λύσεις για την προστασία γύρω από το κεφάλι των οδηγών στα πρωταθλήματα μονοθεσίων, λόγω σοβαρών ατυχημάτων που φαινόταν πως μπορούν να αποβούν μοιραία για την ακεραιότητα τους. Η τραγωδία του Justin Wilson έδωσε την τελική αφορμή ώστε να ξεκινήσουν οι δοκιμές διαφορετικών κατασκευαστικών δομών που θα εξυπηρετούσαν στην προστασία των οδηγών από περιπτώσεις ατυχημάτων, όπως αυτή του Βρετανού.
Η Formula 1 άρχισε να εξετάζει τη λύση της συσκευής “halo”, η οποία δοκιμάστηκε εκτεταμένα από το 2016 και, εν τέλει, οριστικοποιήθηκε το 2018 ως υποχρεωτικό προστατευτικό τμήμα για όλα τα μονοθέσια παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών κατηγοριών της Formula 2 και Formula 3, στη Formula E αλλά και στη Super Formula. Έκτοτε, το halo έχει αποδειχθεί καθοριστικό, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ατυχημάτων που, υπό συνθήκες απουσίας του, θα μπορούσαν να έχουν πιο άσχημη κατάληξη για τους εμπλεκόμενους οδηγούς.
Από την πλευρά του IndyCar, τα νέα μονοθέσια εφαρμόζουν από φέτος μια ακόμα πιο ασφαλή προσέγγιση μέσω του “aeroscreen”, μιας ειδικής καλύπτρας τύπου «ασπίδας» που αποσκοπεί στην μείωση του κινδύνου που στρέφεται γύρω από την περιοχή του cockpit.
Ο χαμός του Justin Wilson μάς έδειξε πως ο μηχανοκίνητος αθλητισμός διακατέχεται ακόμη από υψηλά επίπεδα κινδύνου. Το πρόσφατο παρελθόν έχει επιβεβαιώσει πως όσες καινοτομίες ασφαλείας και να εφαρμοστούν, ο κίνδυνος δεν πρόκειται να εξαλειφθεί. Όπως και να έχει, ο απώτερος στόχος είναι να τεθεί προτεραιότητα στην ασφάλεια των οδηγών και να περιοριστούν στο ελάχιστο τα δυστυχήματα στην πίστα, χωρίς να χαθεί η μαγεία των αγώνων στο σύνολό της.
Όντας παθιασμένοι με αυτόν τον μαγικό κόσμο, λέμε με αισιοδοξία πως σίγουρα δεν θα χαθεί.
Νεκτάριος Αποστολόπουλος