Οι τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα αποδείχθηκαν, κατά γενική ομολογία, οι πιο εμβληματικές στον μηχανοκίνητο αθλητισμό, με το πρωτάθλημα Trans-Am και την Audi να συμβάλλουν επί τούτου σε σημαντικό βαθμό.
Τυπικά, το Trans–Am αποτελεί μια εγχώρια αγωνιστική διοργάνωση που δημιουργήθηκε το 1966 από τον πρόεδρο της Λέσχης Σπορ Αυτοκινήτων της Αμερικής (SCCA), John Bishop. Στη διοργάνωση αυτή πρωταγωνιστούν κυρίως αγωνιστικά αυτοκίνητα τύπου σιλουέτας, δηλαδή αυτοκίνητα τα οποία φέρουν μεν σχεδιασμό που παραπέμπει σε μοντέλα παραγωγής, όμως μηχανικά διαφέρουν σε θεμελιώδη βαθμό. Σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το οργανωτικό κομμάτι, η ιστορία της θα μπορούσε πολύ συνοπτικά να χαρακτηριστεί πληθωρική. Η ονομασία της μέσα στα χρόνια έχει αλλάξει τουλάχιστον 20 φορές, ανταποκρινόμενη αρκετές φορές σε συμφωνίες που υλοποιούνταν ανάμεσα σε σπόνσορες.
Διαβάστε επίσης: Sitges-Terramar – Ένας χαμένος ισπανικός θρύλος
Κατά κανόνα απευθυνόταν σε κατασκευάστριες εταιρείες και οδηγούς της Βόρειας Αμερικής, φιλοξενώντας αγώνες σε πίστες διαφορετικών ειδών – από μόνιμες εγκαταστάσεις και σιρκουί πόλης μέχρι και διαδρομές που οριοθετούνταν σε αεροδρόμια. Επίσης έδινε μεγάλη έμφαση στην ανάδειξη κατασκευαστών παρά οδηγών αυτών καθαυτών, με τις εταιρείες ως εκ τούτου να επιστρατεύουν πίσω από τιμόνι βαριά ονόματα όπως οι Dan Gurney, Mark Donohue, Parnelli Jones και άλλους με στόχο τη διάκριση και την αύξηση του γοήτρου τους απέναντι στο κοινό της αυτοκίνησης.
Στα πρώτα χρόνια ύπαρξής του, το Trans-Am είχε αποκτήσει απήχηση εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ διάσημων αμερικάνικων αυτοκινήτων coupe με κινητήρες V8 όπως Ford Mustang, Chevrolet Camaro, Plymouth Barracuda, Mercury Cougar, Pontiac Firebird και Dodge Challenger. Ωστόσο, το 1980 η διοργανώτρια αρχή του SCCA διαφοροποίησε τους τεχνικούς κανονισμούς ώστε να καταστήσει τα αυτοκίνητα περισσότερο “stock”, δηλαδή πιο κοντινά προς τα αντίστοιχα μοντέλα παραγωγής που βασίζονταν. Οι αλλαγές προσέλκυσαν το ενδιαφέρον περισσότερων εργοστασιακών ομάδων που προέρχονταν πέραν του Ατλαντικού, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Αμερικανούς να «μοστράρουν» τα αυτοκίνητά τους στις πίστες κόντρα σε άλλες χώρες.
Η μόστρα αυτή, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, αποδείχθηκε επιτυχής για αρκετό καιρό. Μετά την αλλαγή κανονισμών του SCCA, το πρωτάθλημα είχε καταλήξει σε αμερικανικά αυτοκίνητα για οκτώ συνεχόμενα χρόνια…
…μέχρι το 1988.
Μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας και επιτυχιών στους αγώνες rally, η Audi αποφάσισε να επεκταθεί και εκείνη στο Trans-Am μέσω της ομάδας Group 44 Racing που διηύθυνε ο ιδιώτης Αμερικανός Bob Tullius. Σε μια τρύπα που μοιραία εκτέθηκε στους τεχνικούς κανονισμούς, το Audi 200 quattro αξιοποιήθηκε ως βάση ενός πλήρως διαφοροποιημένου σκελετού στο σασί και οι διαστάσεις του μεγάλωσαν περισσότερο από ποτέ. Ήταν το μοναδικό αγωνιστικό με τετρακίνηση στη σεζόν του 1988 και απέδιδε το εξωπραγματικό (για τα δεδομένα του πρωταθλήματος) νούμερο των 720 ίππων, χρησιμοποιώντας ίδιο κινητήρα και κεντρικό διαφορικό από τα χρόνια του Group B στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Rally. Συμμετείχε στην κατηγορία GTO, η οποία πρακτικά περιλάμβανε αυτοκίνητα παραγωγής με προδιαγραφές GT (Grand Touring) και κινητήρες άνω (over, εξού και το γράμμα O) των 2500cc.
Όπως αναφέρθηκε πριν, το Trans-Am προσέδιδε περισσότερη αξία στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών και γι’ αυτό οι αγώνες του αποτελούσαν σοβαρότατη υπόθεση, καθώς οι φιλόδοξες ομάδες στηρίζονταν σε πρωτοκλασάτους οδηγούς. Η Audi δεν αποτελούσε εξαίρεση: τα θηριώδη αυτοκίνητά της σάρωσαν τα πάντα χάρη στον αστέρα των ΗΠΑ Hurley Haywood καθώς και στους Γερμανούς βετεράνους Walter Röhrl και Hans-Joachim Stuck. Μάλιστα, οι περισσότεροι ανταγωνιστές είχαν πιέσει να επιβληθεί handicap στα γερμανικά αγωνιστικά εξαιτίας του «άδικου», όπως το θεωρούσαν, πλεονεκτήματός τους με την τετρακίνηση. Παρά τις ποινές βάρους, την παροχή ελαστικών μικρότερου μεγέθους και τη μείωση παροχής ισχύος του τούρμπο, το 200 quattro κέρδισε οκτώ φορές σε 13 αγώνες, κατακτώντας εύκολα τον τίτλο χωρίς καμία αντίσταση.
Το μονοπώλιο της Audi κατέστησε τα επίπεδα ανταγωνισμού και γενικού ενδιαφέροντος σε χαμηλά επίπεδα, όμως παράλληλα κατέστησε την κατηγορία GTO μία από τις μεγαλύτερες σε γόητρο στα χρονικά του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Ο μύθος που άφησε βέβαια δεν περιορίστηκε στο πρωτάθλημα Trans-Am. Από τη δεκαετία του ‘80, τα πληρώματα της GTO είχαν την ευκαιρία να ανταγωνιστούν σε επιλεγμένους αγώνες αντοχής του IMSA δημοφιλή ονόματα της κατηγορίας GTP.
-
Κάντε μας like στο facebook
-
Κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
-
Μπείτε στον server μας στο Discord
Το GTP (Grand Touring Prototype) ουσιαστικά αποτελούσε την αμερικανική έκδοση της εξίσου θρυλικής ευρωπαϊκής κατηγορίας Group C, με τη διαφορά πως δεν έθετε όριο στην κατανάλωση καυσίμων. Καινοτόμησε με τον δικό του τρόπο στον μηχανοκίνητο κόσμο φέρνοντας με τα αγωνιστικά του το traction control, προηγμένα συστήματα πέδησης (ABS) και ενεργητικά συστήματα διεύθυνσης. Η Nissan κυριάρχησε με παρόμοιο τρόπο όπως η Audi το 1989, κερδίζοντας εννέα συνεχόμενες φορές σε 20 αγώνες του IMSA και κατακτώντας το πρωτάθλημα με το GTP ZX–Turbo.
Βέβαια, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με περιπτώσεις απόλυτης υπεροχής ενός και μόνο κατασκευαστή, η διοργάνωση του Trans-Am (και του IMSA ετεροχρονισμένα) χρειάστηκε να προβεί άμεσα σε περαιτέρω αλλαγές κανονισμών που μοιραία επέφεραν παρακμή και μείωση σε απήχηση. Το 1989, το SCCA απαγόρευσε τη χρήση τετρακίνησης και «ξένων» κινητήρων πέραν των αμερικανικών, θέτοντας εκτός νομιμότητας το Audi 200 quattro. Λίγο καιρό αργότερα, το 1993, η κατηγορία GTP αποτέλεσε με τη σειρά της παρελθόν εξαιτίας του ραγδαία αυξανόμενου κόστους συμμετοχής που επέφερε την αποχώρηση μεγάλων εταιρειών όπως η Nissan και η Mazda. Το Group C είχε την ίδια μοίρα…