Ο αγώνας των 500 μιλίων της Indianapolis για το 1994 έχει γραφτεί ανεξίτηλα στην ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού εξαιτίας ενός άκρως μυστικού πρότζεκτ που καθήλωσε τους οπαδούς.
Όσοι παρακολουθούν πιστά τις εξελίξεις στον μηχανοκίνητο αθλητισμό γνωρίζουν ότι κάθε χρόνο ο μήνας Μάιος είναι ένας ξεχωριστός μήνας για τους αγώνες αυτοκινήτων· είναι ο μήνας που λαμβάνουν χώρα οι τελικές προετοιμασίες για έναν από τους πιο θρυλικούς αγώνες: το Indianapolis 500.
Αποτελεί το ένα από τα 3 σκέλη που συγκροτούν το «στέμμα του μηχανοκίνητου αθλητισμού» μαζί με τις 24 ώρες του Le Mans και το Grand Prix του Monaco. Για πάρα πολλούς στον κόσμο θεωρείται το πιο θεαματικό event των αγώνων ταχύτητας.
Η ιστορία ξεκινάει στα μέσα του 1993. Εκείνη την περίοδο η ομάδα της Penske, μία από τις πιο εμβληματικές ομάδες των αγώνων που μετράει πάνω από μισό αιώνα ζωής, ξεκίνησε την διαδικασία κατασκευής ενός νέου κινητήρα για τα μονοθέσιά της. Η εξέλιξη θα γινόταν σε συνεργασία με την Ilmor, μια ιδιωτική επιχείρηση που ειδικεύεται στην μηχανολογία και κατασκευή κινητήρων υψηλών επιδόσεων για πρωταθλήματα αγώνων ταχύτητας, όπως το IndyCar και το MotoGP.
Πιο συγκεκριμένα, η Ilmor ιδρύθηκε το 1983 στη Μεγάλη Βρετανία από τους μηχανικούς Mario Illien και Paul Morgan. Χαρακτηριστικά, το όνομα της εταιρείας αποτελείται από τα πρώτα γράμματα των επιθέτων των δύο μηχανικών.
Οι δυο τους εργάζονταν για την επιχείρηση της Cosworth που ειδικεύεται κι αυτή στην κατασκευή κινητήρων. Μέχρι τότε, η Cosworth δούλευε στην εξέλιξη του κινητήρα DFX για το πρωτάθλημα του IndyCar στις Η.Π.Α. (CART, όπως ονομαζόταν τότε). Λόγω διαφωνιών που προέκυψαν σχετικά με την πορεία της εξέλιξης του κινητήρα αυτού, οι δύο μηχανικοί αποφάσισαν να λύσουν τη συνεργασία τους με την επιχείρηση, ιδρύοντας την Ilmor λίγο καιρό αργότερα.
Η νέα επιχείρηση ξεκίνησε αμέσως τις εργασίες της αφότου δημιουργήθηκε, αρχικά ανακοινώνοντας συμφωνία με την ομάδα της Penske, την οποία έκτοτε προμήθευε με κινητήρες. Για λόγους χρηματοδότησης, η εταιρεία διαφημιζόταν στα μονοθέσια με το λογότυπο της Chevrolet. Με την πάροδο των χρόνων ανακοίνωσε συμφωνίες και με άλλες ομάδες.
Η Penske επομένως είχε ήδη ένα πλεονέκτημα από τη συνεργασία αυτή καθώς η Ilmor, από την αρχή της ζωής της μέχρι την εκκίνηση του νέου πρότζεκτ το 1993, είχε αποδειχθεί άξια των περιστάσεων, καθώς συνέβαλε στην επιτυχία της ομάδας στους αγώνες, με τον εξοπλισμό που παρείχε. Τα στατιστικά μπορούν να το επιβεβαιώσουν πιο πειστικά.
Μέσα στις σεζόν 1987-1991 για το πρωτάθλημα CART, οι κινητήρες της Ilmor κέρδισαν τους 64 από τους 78 αγώνες, με την πλειοψηφία των νικών να σημειώνεται από την ομάδα της Penske.
Λόγω της ιδιαιτερότητας της πίστας της Indianapolis, καθώς και της αξίας της για μια διάκριση εκεί από άποψη γοήτρου, ο αγώνας των 500 μιλίων πραγματοποιούταν κάθε χρόνο με διαφορετικούς κανονισμούς, σε σχέση με τις υπόλοιπες πίστες του πρωταθλήματος.
Το νέο πρότζεκτ κινητήρα λοιπόν προέκυψε εξαιτίας της αποχώρησης της Chevrolet ως χρηματοδότη, μέσα στο 1993. Για τους πρώτους αγώνες του πρωταθλήματος CART το 1994, η Ilmor είχε κατασκευάσει τον κινητήρα με την κωδική ονομασία “265D” για τις κορυφαίες ομάδες που προμήθευε, δίνοντας τον παλαιότερο “265C” κινητήρα στις πιο μικρές ομάδες. Εκείνη την περίοδο, υπήρχε μια “τρύπα” στους κανονισμούς που επέτρεπε την χρήση οποιουδήποτε κινητήρα, μόνο για τον αγώνα της Indianapolis.
Διαβάστε επίσης: Indianapolis 500 – Ένας θρυλικός αγώνας για 33 ήρωες
Ο ιδρυτής και μεγιστάνας της ομάδας της Penske, ο Roger Penske, όντας ήδη εδώ και χρόνια ένας άνθρωπος που αναζητούσε συνεχώς την υπέροχη για την ομάδα του, θεώρησε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία να επενδυθούν χρήματα για την εξέλιξη ενός κινητήρα που θα κυριαρχούσε κατά κράτος σε αυτόν τον αγώνα. Συνεπώς, ο κινητήρας 265 δεν θα χρησιμοποιούταν από την ομάδα σε καμία διαμόρφωσή του για την πίστα αυτή.
Μάλιστα, η ομάδα αποσύρθηκε στο παλιό εργοστάσιό της στις Η.Π.Α. Εκεί, μια εμπιστευτικά επιλεγμένη ομάδα μηχανικών κλεινόταν καθημερινά στο εργοστάσιο για όλη τη νύχτα μετά το τέλος των βαρδιών, χωρίς τη γνώση των υπολοίπων εργαζομένων, με σκοπό την σχεδίαση, ανάπτυξη και εξέλιξη του νέου κινητήρα. Η επόμενη μέρα στο εργοστάσιο ξεκινούσε, με τα πάντα να λειτουργούν φυσιολογικά, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό ίχνος νυχτερινής εργασίας. Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορούσε να αναρωτηθεί ούτε να δώσει εξηγήσεις για το τι συνέβαινε.
Η διαδικασία αυτή διήρκεσε περίπου 4 μήνες, επομένως υπήρχαν πολλά ρίσκα που έπρεπε να ληφθούν υπόψιν, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τις δυνατότητες επιτυχίας του μυστικού κινητήρα. Εξαιτίας του ελάχιστου χρόνου εξέλιξης, ο κινητήρας παρουσίασε στα πρώτα του στάδια πολλά προβλήματα αξιοπιστίας και οδηγησιμότητας κι έπρεπε να δοκιμαστεί πιο εκτεταμένα.
Για να διατηρηθεί η μυστικότητα του πρότζεκτ, η ομάδα της Penske έκανε δοκιμές σε μία από τις 2 πίστες που είχε υπό την ιδιοκτησία της. Στο μεταξύ η Mercedes-Benz, η οποία χρηματοδοτούσε την Ilmor για την κατασκευή κινητήρων στη Formula 1 για λογαριασμό της Sauber, αγόρασε τις μετοχές της Chevrolet που είχε αποχωρήσει. Έτσι, ο μυστικός κινητήρας πήρε την κωδική ονομασία “Mercedes 500 I” και απέδιδε πάνω από 1.000 HP, συγκριτικά με τα 800-850 HP που απέδιδαν οι κινητήρες των ανταγωνιστών.
Όταν έφτασε ο Μάιος για το 1994, την ώρα που όλες οι υπόλοιπες ομάδες βρίσκονταν στην Indianapolis για δοκιμές, η Penske πραγματοποίησε ένα τεστ απόστασης 520 μιλίων στην οβάλ πίστα του Michigan, σε προσομοίωση ρυθμού κανονικού αγώνα. Το τεστ αποσκοπούσε στην εκτίμηση της αντοχής του νέου «τέρατος», όπως ήταν να αποδειχθεί.
Μετά το πέρας αυτού του τεστ, η Penske επιτέλους γνωστοποίησε ότι θα συμμετάσχει στο Indy 500 με έναν νέο κινητήρα, προκαλώντας μια έκπληξη σε όλους τους ανταγωνιστές της. Όπως φάνηκε αρχικά λογικό, με το ξεκίνημα των προκριματικών, οι περισσότεροι δεν της έδιναν ελπίδα. Μέχρι που βγήκαν στην πίστα τα μονοθέσια της για τους δοκιμαστικούς γύρους.
Ένας από τους μηχανικούς της ομάδας, καθώς εξέταζε την τελική ταχύτητα από κάθε μονοθέσιο που περνούσε από την πρώτη μεγάλη ευθεία, παρατήρησε το εξής:
Η πλειοψηφία των αντιπάλων τους κατέγραφε τελικές ταχύτητες που κυμαίνονταν μεταξύ των 370-380 km/h, ενώ τα μονοθέσια της Penske κατέγραψαν ταχύτητες που ξεπερνούσαν τα 400 km/h. Περιττό να αναφερθεί πως οι πάντες έμειναν στήλη άλατος μόλις το παρατήρησαν. Φυσικά η ισχύς του κινητήρα θα μειωνόταν, προκειμένου να αντέξει σίγουρα για όλη την απόσταση του αγώνα, αλλά αυτό αποτέλεσε μια ένδειξη για το τι θα ακολουθήσει.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Penske μονοπώλησε τις πρώτες θέσεις στα προκριματικά, με τους Al Unser Jr. και Emerson Fittipaldi να ξεκινούν από την 1η και 3η θέση αντίστοιχα, ενώ ο νεαρός Paul Tracy ξεκίνησε 25ος εξαιτίας μηχανικών προβλημάτων.
Τελικά, ο Unser πήρε την νίκη μετά από μια αδυσώπητη μάχη στους τελευταίους γύρους με τον Fittipaldi. Ο Βραζιλιάνος πίεσε υπερβολικά και τελικά τράκαρε, 16 γύρους πριν τον τερματισμό. Ανεξάρτητα από αυτήν την έκβαση, τα μονοθέσια της Penske είχαν την απόλυτη κυριαρχία και άφησαν τον ανταγωνισμό πολύ μακριά πίσω τους σε όλον τον αγώνα.
Μετά τον θρίαμβο της ομάδας, η διοργανώτρια αρχή απαγόρευσε τον νέο κινητήρα, περιορίζοντας έτσι την παρουσία αυτού του μηχανολογικού τέρατος σε μόλις έναν αγώνα. Ωστόσο, δεν παύει μέχρι σήμερα να αποτελεί μια μοναδική ιστορία για όσους λατρεύουν τα μηχανοκίνητα σπορ.
Νεκτάριος Αποστολόπουλος