spot_img

Williams-BMW: Η άδοξη κατάληξη μιας πολλά υποσχόμενης συνεργασίας (Μέρος Β’)

Μεταφερόμαστε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος και αυτή τη φορά θα δώσουμε προσοχή στην «περιπέτεια» στην οποία βρέθηκαν από κοινού η Williams και η BMW, στα πλαίσια μιας συνεργασίας που επεκτάθηκε στην κορωνίδα των μηχανοκίνητων σπορ.

Η ομάδα της Williams είχε ήδη γράψει ιστορία στην F1 σε σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του 1990, κατακτώντας συνολικά εννέα τίτλους: τέσσερις στο πρωτάθλημα οδηγών και πέντε στους Κατασκευαστές. Η επιτυχία αυτή είχε προέλθει από την ανεκτίμητη συνεισφορά πολλών ανθρώπων. Η λίστα περιλαμβάνει οδηγούς όπως ο Alain Prost και ο Nigel Mansell, τον απόλυτα διακεκριμένο και ιδιοφυή σχεδιαστή Adrian Newey, καθώς και όλο το μηχανολογικό τμήμα της Renault που προμήθευε την ομάδα με αξιόπιστους κινητήρες για σχεδόν μια δεκαετία.

Το τέλος της σεζόν του 1997 βρήκε την ομάδα σε μια περίοδο αποχωρήσεων που την έφεραν σε μια σειρά από σημαντικές αναδιοργανώσεις. Ο Adrian Newey μεταφέρθηκε στην ομάδα της McLaren και η Renault σταμάτησε πλέον να παρέχει κινητήρες στην ομάδα. Έτσι, η Williams έχασε πλέον τη λάμψη που την έκανε να ξεχωρίσει και οι δύο επόμενες χρονιές αποδείχθηκαν πολύ μέτριες από πλευράς αποτελεσμάτων.

Η βρετανική ομάδα συνειδητοποίησε από νωρίς πως χρειαζόταν μια προμηθεύτρια κινητήρων που θα παρείχε πλήρη εργοστασιακή υποστήριξη, προκειμένου να επιστρέψει στις επιτυχίες του παρελθόντος. Το 1998 οδηγήθηκε σε συμφωνία με την BMW η οποία θα επέστρεφε στη Formula 1 το 2000, μετά από 11 χρόνια απουσίας. Μέσα στο μεσοδιάστημα οι δύο εταιρείες δοκίμασαν την τύχη τους στους αγώνες αντοχής, σημειώνοντας μια θριαμβευτική νίκη στις 24 ώρες του Le Mans του 1999.

Διαβάστε επίσης: Williams-BMW: Η άδοξη κατάληξη μιας πολλά υποσχόμενης συνεργασίας (Μέρος Α’)

Την ίδια περίοδο η Williams αξιοποίησε τον διαθέσιμο χρόνο και χρησιμοποίησε την FW21B, μια ελαφρώς ανασχεδιασμένη έκδοση του μονοθεσίου του 1999, κάνοντας εκτεταμένες δοκιμές σε διάφορες πίστες. Οι δοκιμές αυτές αποσκοπούσαν στην περαιτέρω εξέλιξη του νέου κινητήρα V10 της BMW, καθώς και στη συλλογή δεδομένων για την οδηγησιμότητά του και την αλληλεπίδρασή του με τα νέα ελαστικά της Michelin και της Bridgestone. Για το σκοπό αυτών των διαδικασιών το μονοθέσιο δοκιμάστηκε από οδηγούς όπως ο Jörg Müller, ο Tom Kristensen, ο Bruno Junqueira και ο Darren Manning.

Williams

Η σεζόν του 2000 για το πρωτάθλημα της F1 ήταν πλέον γεγονός, με τη Williams να ανακοινώνει την διατήρηση του Ralf Schumacher ως πρώτου οδηγού και την προσθήκη του νεαρού και ανερχόμενου Jenson Button.

O πρώτος αγώνας της χρονιάς είδε την ομάδα να σημειώνει το πρώτο της βάθρο στη νέα της εποχή, με μια 3η θέση από τον Schumacher. Ο Γερμανός επανέλαβε τον ίδιο τερματισμό άλλες δύο φορές μέσα στη σεζόν, ενώ ο Βρετανός έγινε τότε ο νεότερος οδηγός στην ιστορία του σπορ που βαθμολογήθηκε, τερματίζοντας 6ος στη Βραζιλία σε ηλικία 20 ετών. Ο τελικός απολογισμός της χρονιάς είδε την Williams να ολοκληρώνει τη σεζόν στην 3η θέση του πρωταθλήματος κατασκευαστών. Τα αποτελέσματα μονοπωλήθηκαν από τη Ferrari και τη McLaren. Παρά τα συχνά προβλήματα αξιοπιστίας, η παρθενική χρονιά της Williams-BMW στη Formula 1 ήταν πολύ αξιοπρεπής για τα δεδομένα των αναλογιών.

Για το πρωτάθλημα του 2001 η Williams άλλαξε από Bridgestone σε Michelin για την παροχή ελαστικών, ενώ ο Jenson Button παραχωρήθηκε ως “δανεικός” στην Benetton. Ο Ralf Schumacher πλαισιώθηκε πλέον από τον Κολομβιανό Juan Pablo Montoya, ο οποίος είχε ήδη κάνει όνομα στις Η.Π.Α. κερδίζοντας στο πρωτάθλημα CART του 1999, καθώς και στα 500 μίλια της Indianapolis του 2000.

Το συνολικό αγωνιστικό πακέτο της ομάδας ήταν πιο όμορφο και σαφώς ταχύτερο, με την ψαλίδα ανάμεσα σε αυτήν και τους διώκτες της να κλείνει σημαντικά. Ωστόσο, το πρώτο μισό της σεζόν ήταν πολύ κακό καθώς τα δύο μονοθέσια σημείωσαν μόλις 4 από τους 16 εν δυνάμει τερματισμούς. Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε ελαφρώς στο δεύτερο μισό και η ομάδα τερμάτισε ξανά στην 3η θέση της βαθμολογίας, πιο κοντά στη McLaren αλλά σαφώς κατώτερη της Ferrari, η οποία άρχισε να χτίζει την περιβόητη παντοκρατορία της στο σπορ με τον έτερο Schumacher, τον Michael. Η Williams πήρε τέσσερις νίκες, τρεις από τον Ralf Schumacher και μία από τον Montoya. Ο κινητήρας της BMW ήταν από τους πιο ισχυρούς και έδινε τις υψηλότερες τελικές ταχύτητες σε πολλές περιπτώσεις αλλά παρουσίαζε ακόμη ποικίλα μηχανολογικά σφάλματα. Αυτό, σε συνδυασμό με τις ασταθείς επιδόσεις των δύο οδηγών επισκίασε αυτήν τη καλή χρονιά για την ομάδα.

Williams

Η Williams διατήρησε το ίδιο οδηγικό δίδυμο για το 2002. Οι δύο οδηγοί βελτίωσαν τις επιδόσεις τους και σημείωσαν μερικά καλά σερί θετικών αποτελεσμάτων. Η ομάδα ξεπέρασε τη McLaren και τερμάτισε 2η στους κατασκευαστές αλλά ήταν και πάλι υποδεέστερη από την Ferrari. Το μονοθέσιο της ιταλικής φίρμας ήταν τόσο γρήγορο που ο Michael Schumacher τερμάτισε στο βάθρο σε όλους τους 17 αγώνες της χρονιάς, κερδίζοντας στους 11 από αυτούς και κατακτώντας μαθηματικά το πρωτάθλημα ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού. Ο Ralf Schumacher σημείωσε την μοναδική νίκη της Williams στη Μαλαισία, σε μια χρονιά σαφώς καλύτερη από την προηγούμενη αλλά αδιάφορη λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του “κόκκινου βαρόνου”.

Το 2003 έμελλε να είναι η πιο επιτυχημένη χρονιά της συνεργασίας Williams-BMW στην F1. Το νέο μονοθέσιο είχε σχεδόν την ίδια δυναμικότητα με αυτό της Ferrari και της McLaren και η μάχη του τίτλου φαινόταν πως θα κριθεί μεταξύ των τριών ομάδων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως μετά το πέρας των 13 από τους 16 αγώνες, οι πρώτοι οδηγοί των τριών ομάδων είχαν απόσταση μόλις 2 πόντων στην βαθμολογία: 72 βαθμοί για τον Schumacher, 71 για τον Räikkönen και 70 για τον Montoya.

Οι τρεις τελευταίοι αγώνες τελικά κερδήθηκαν από τη Ferrari και ο Montoya έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Οι πολλαπλές ατυχίες και τα οδηγικά λάθη ήταν από τους παράγοντες που στοίχισαν από τη Williams την επιστροφή στην κορυφή μετά τα τέλη του 1997. Η βαθμολογία των κατασκευαστών την βρήκε πάλι στη 2η θέση, πολύ πιο κοντά στη Ferrari αλλά όχι αρκετά κοντά ώστε να την εκθρονίσει.

WilliamsΜετά από μια εντυπωσιακή μάχη με ένα άδοξο τέλος, η επόμενη μέρα βρήκε την ομάδα σε μια νέα απόπειρα επιστροφής στις επιτυχίες· το νέο μονοθέσιο του 2004 κατασκευάστηκε υιοθετώντας μια εναλλακτική σχεδίαση της εμπρόσθιας αεροτομής, η οποία έγινε αντικείμενο περιφρόνησης από πολλούς λάτρεις του σπορ λόγω της περίεργης εικόνας που προσέδιδε στη γενική εικόνα του μονοθεσίου. Από άποψη απόδοσης το νέο μονοθέσιο ήταν σχετικά καλό, άλλα η άνοδος της Renault και της BAR-Honda οδήγησαν σε μια μέτρια χρονιά. Σε όλη τη σεζόν η Williams σημείωσε μόλις μία νίκη και άλλες δύο παρουσίες στο βάθρο, όλες από τον Montoya. Οι μέτριες επιδόσεις δημιούργησαν έντονη κριτική από την πλευρά της BMW εξαιτίας της κακιάς δομής του μονοθεσίου.

Η πτώση της απόδοσης της ομάδας σήμανε την αποχώρηση των οδηγών της, με τον Montoya να μεταφέρεται στη McLaren και τον Ralf Schumacher στην Toyota. Ο Nick Heidfeld και ο Mark Webber αποτέλεσαν το νέο οδηγικό δίδυμο για το 2005. Το καινούριο αγωνιστικό πακέτο υστερούσε σημαντικά από τον ανταγωνισμό για μια ακόμη φορά, με τους δύο νέους οδηγούς να ξεκινούν δυναμικά τη σεζόν με κάποιους σταθερούς τερματισμούς και 4 παρουσίες στο βάθρο. Ωστόσο, μετά το τραγελαφικό Αμερικανικό Grand Prix που είδε μόλις 6 μονοθέσια να ξεκινούν και να τερματίζουν, το υπόλοιπο της χρονιάς ήταν απογοητευτικό για τη Williams και την είδε να ολοκληρώνει τη χρονιά στην 5η θέση.

Williams

Η ακόμα πιο μεγάλη πτώση των επιδόσεων οδήγησε σε κρίση τις σχέσεις ανάμεσα στη Williams και τη BMW. Ήδη μετά τον χαμένο τίτλο του 2003, οι δυο μεριές απέδιδαν συχνά ευθύνες η μία στην άλλη εξαιτίας της ανεπαρκούς παροχής καλού εξοπλισμού και σταδιακά η ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο εταιρειών γινόταν όλο και πιο τοξική. Μετά το 2005 η BMW έκανε πρόταση για εξαγορά της ομάδας της Williams ώστε να αποκτήσει πλήρη έλεγχο των υποδομών και των πρώτων υλών της. Ο Sir Frank Williams, όντας ο άνθρωπος που αναρρίχησε και διατήρησε την ομάδα του στην κορυφή των αγώνων για σχεδόν τρεις δεκαετίες με ανυπολόγιστο κόπο και θυσίες, απέρριψε άμεσα την πρόταση εξαγοράς και έλυσε την συνεργασία με την γερμανική φίρμα. Εν τέλει, για το 2006 η Williams προχώρησε σε συμφωνία με την Cosworth για τους κινητήρες ενώ η BMW εξαγόρασε μια άλλη ομάδα, αυτήν της Sauber.

  • Κάντε μας like στο facebook
  • Κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube

Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα αυτό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η ομάδα Williams-BMW της Formula 1 ήταν ένα αγωνιστικό σύνολο με πολλή προοπτική. Τα μονοθέσιά της έγιναν και παραμένουν αγαπητά σε πάρα πολλούς λάτρεις των αγώνων μέχρι και σήμερα, εξαιτίας της ταχύτητάς τους και του όμορφου θεάματος που προσέφεραν σε μια κατά τ’άλλα μονότονη περίοδο από άποψη ανταγωνισμού. Αν λάβουμε υπόψιν την πολύ απογοητευτική περίοδο που διανύει η Williams τα τελευταία χρόνια, μπορούμε σίγουρα να πούμε πως η συνεργασία αποδείχθηκε ίσως η καλύτερη ευκαιρία για να επιστρέψει στις επιτυχίες, κάτι που δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε.

Νεκτάριος Αποστολόπουλος

Related Articles

Stay Connected

5,762ΥποστηρικτέςΚάντε Like
52ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
- Advertisement -spot_img

Latest Articles