spot_img

Υποτιμημένοι «άφαντοι» της F1 – #5, Luca Badoer

Όντας στιγματισμένος για τους δύο τραγελαφικούς αγώνες του στην Ferrari το 2009 καθώς και για το αρνητικό ρεκόρ των περισσότερων εμφανίσεων στην F1 χωρίς ούτε έναν βαθμό (50), ο Luca Badoer αναγνωρίζεται σήμερα ως «οδηγός δευτέρας διαλογής». Με το παρόν αφιέρωμα θα επιχειρηματολογήσουμε για το αντίθετο.

Αρχικά, μέχρι τα τέλη του 2020, το αρνητικό αυτό ρεκόρ έδειχνε να απειλείται από τον George Russell. Ο ταλαντούχος Βρετανός είχε ήδη καθιερωθεί στο κελάρι της βαθμολογίας με την αδύναμη ομάδα της Williams, αλλά η έκτακτη κλήση του από την Mercedes στο GP Σακχίρ τού επέτρεψε να θέσει τέλος στα όποια σενάρια περί κατάρριψης του ιστορικού στατιστικού του Luca Badoer – ακόμη και αν η επίδοσή του εν τέλει αμείφθηκε απλώς με μια 9η θέση.

Χαρακτηριστικά, σε περίπτωση που κατέληγε σε εγκατάλειψη η μεμονωμένη αυτή εμφάνιση και σημειωνόταν μηδαμινή πρόοδος στην απόδοση της Williams, ο Russell ήταν πολύ πιθανό να ξεπεράσει τους 50 «άσφαιρους» αγώνες στο GP Βελγίου του 2021 και να υποσκελίσει ανορθόδοξα τον Ιταλό στη σχετική λίστα.

Luca BadoerΟ Luca Badoer, πρωταθλητής της Formula 3000 το 1992, ήταν οπωσδήποτε πολύ πιο ικανός οδηγικά απ’ όσο ισχυρίζονται πάρα πολλοί σήμερα. Δεν θεωρείτο σε καμία περίπτωση άνθρωπος με στόφα παγκόσμιου πρωταθλητή, αλλά η ταμπέλα του ανίκανου οδηγού που του τέθηκε το 2009 μετά τη σύντομη αντικατάσταση του Felipe Massa στην Ferrari σίγουρα δεν του αναλογεί.

Το ρεκόρ αποτυχίας συγκομιδής βαθμών του Badoer ευνοήθηκε σημαντικά και από τα συστήματα βαθμολόγησης που αξιοποιήθηκαν στην F1. Στην παρθενική του σεζόν στο πρωτάθλημα το 1993, ο Ιταλός βρέθηκε στην απελπιστικά αργή Lola T93/30 της παραπαίουσας Scuderia Italia και τερμάτισε 7ος στο χαοτικό GP Σαν Μαρίνο. Οι βαθμοί δίνονταν τότε μόνο στους πρώτους 6 και, μάλιστα, ο Badoer ήταν έναν γύρο πίσω από τον 6ο JJ Lehto της Sauber, της οποίας ο κινητήρας είχε παραδώσει πνεύμα μόλις δύο γύρους πριν τον τερματισμό.

Συνολικά στην καριέρα του σημείωσε άλλους 10 τερματισμούς στην πρώτη δεκάδα, γεγονός που υπό το ισχύον σύστημα βαθμολογίας θα τον τοποθετούσε στους 26 πόντους συγκομιδής και θα απέδιδε το ανεπιθύμητο ρεκόρ που προαναφέρθηκε στον Charles Pic (39 αγώνες στη Marussia και την Caterham).

Ο θρίαμβος του Badoer στην Formula 3000 βασίστηκε στην ομάδα του, Crypton Engineering, η οποία καινοτόμησε στη διοργάνωση αξιοποιώντας ανάρτηση με μονό αμορτισέρ στη Reynard 92D. Βάσει αυτού, ο ίδιος κατέκτησε 4 νίκες και στάθηκε επάξια δίπλα σε ανερχόμενα ονόματα όπως ο David Coulthard και ο Rubens Barrichello. Η εμφάνιση απόλυτης κυριαρχίας του στην Enna-Pergusa ξεκίνησε την έφοδό του προς τον τίτλο και, έτσι, ο ίδιος έγινε ένας εκ των μόλις τεσσάρων οδηγών που κατέκτησαν τον τίτλο της F3000 στην πρώτη τους προσπάθεια – οι άλλοι τρεις είναι οι Stefano Modena (1987), Christian Fittipaldi (1991) και Jörg Müller (1996). Ωστόσο, όταν «χτύπησε η πόρτα» της F1, η καριέρα του Luca Badoer δεν πήρε ποτέ ξανά σταθερή και ανοδική τροχιά.

Η Lola με την οποία ήρθε αντιμέτωπος το 1993 είχε θεμελιωθεί βιαστικά και δεν μπήκε ποτέ σε αεροδυναμική σήραγγα έως ότου είχαν ήδη ολοκληρωθεί τα σχέδιά της. Δεν διέθετε ενεργητικές αναρτήσεις ή traction control όπως οι περισσότερες ομάδες του grid και, σύμφωνα με τις πηγές, παρήγαγε μόλις το 30% της κάθετης δύναμης των κορυφαίων συνδυασμών. Εφόσον λοιπόν δεν ήταν ένα μονοθέσιο αντάξιο να βοηθήσει στην προσαρμογή ενός rookie, ο Badoer κατάφερε τουλάχιστον να μαθητεύσει ελάχιστα δίπλα στον ομόσταυλο Michele Alboreto. Επικράτησε του βετεράνου στις κατατακτήριες δοκιμές με σκορ 8-6, πριν τα κάκιστα οικονομικά της ομάδας την αποτρέψουν να εμφανιστεί στους τελευταίους δύο αγώνες της σεζόν.

Το 2004, σε μια συνέντευξή του στο διάσημο μέσο ενημέρωσης του Autosport, ο Luca Badoer ανέφερε:

Εκείνη την περίοδο είχα δύο επιλογές. Μπορούσα να πάω στην Tyrrell, που ήταν καλή ομάδα για την καριέρα μου, ή στη Scuderia Italia. Τελικά έκανα λάθος. Στα χαρτιά τουλάχιστον, η επιλογή μου έμοιαζε εύλογη. Η ομάδα είχε σασί της Lola και κινητήρες της Ferrari. Δυστυχώς, η T93/30 ήταν ένα κακό μονοθέσιο.

Luca Badoer
Μετά την κατάρρευση της Lola, ο Badoer έκανε μερικά τεστ με μια Benetton B193 αναζητώντας μάταια κάθισμα για το 1994.

Το 1994, η Scuderia Italia συγχωνεύτηκε με την Minardi και ο Badoer υποβιβάστηκε σε ρόλο δοκιμαστή οδηγού, αλλά όταν αποσύρθηκε ο Alboreto, επανήλθε το 1995 όντας πλέον στο πλάι του αγαπητού στην ομάδα Pierluigi Martini. Η Minardi ήταν ξεκάθαρα ταχύτερη των καταδικασμένων τμημάτων της Pacific και της Forti, με τη δυναμικότητά της βέβαια να μην ανεβαίνει περαιτέρω.

Luca Badoer

Η αποχώρηση του πλούσιου Pedro Diniz από την Forti το 1996 επέφερε την αντικατάστασή του από τον Badoer. Τα οικονομικά προβλήματα και η χαμηλή δυναμική της αρχικά υποσχόμενης FG03 που εγκαινιάστηκε στο GP Σαν Μαρίνο οδήγησαν σε αδιάφορα αποτελέσματα, με τον Ιταλό και τον παλιό του αντίπαλο στην F3000 Andrea Montermini να δυσκολεύονται συχνά να μπουν στο 107% πρόκρισης. Προς ελάχιστη έκπληξη, η συμφωνία-σκάνδαλο εξαγοράς της Forti από την αγνώστων στοιχείων Shannon Racing προκάλεσε την κατάρρευση της πρώτης πριν το τέλος της σεζόν. Ο Badoer έμεινε χωρίς κάθισμα και το 1997-1998 συμβιβάστηκε με ελάχιστους μετριότατους αγώνες στην κατηγορία GT1 του FIA GT με την Lotus.

Διαβάστε επίσης: Υποτιμημένοι «άφαντοι» της F1 – #4, John Love

Με βάση τα παραπάνω, η αποτυχία του να βαθμολογηθεί στην F1 δεν ξαφνιάζει. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε το 1999 όταν ο ίδιος επέστρεψε στη Minardi, με τρανή εξαίρεση το Ευρωπαϊκό GP. Έχοντας υπογράψει καθυστερημένα στην ομάδα, ο Badoer προσέφερε ίσως το πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο αυτού του θεότρελου αγώνα στο Nürburgring όταν εγκατέλειψε αποκαρδιωτικά από την 4η θέση με 13 γύρους να απομένουν, λόγω αστοχίας στο κιβώτιο ταχυτήτων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο τελευταίος βαθμός της 6ης θέσης κατέληξε στον ομόσταυλο Marc Gené, τον οποίο είχε κερδίσει ο Badoer στις κατατακτήριες της σεζόν με σκορ 10-5.

Όλες οι συγκυρίες εκείνης της χρονιάς προορίζονταν να περιορίσουν τον Ιταλό στην αφάνεια ακόμα περισσότερο. Πέραν του περάσματός του στο FIA GT, από το 1997 είχε ενταχθεί στο τμήμα της Ferrari ως δοκιμαστής και πιθανώς να προσδοκούσε το κάθισμα του μπροστάρη Michael Schumacher, έπειτα από τον τραυματισμό του Γερμανού στο Silverstone.

Μολαταύτα, το κάθισμα κατέληξε τελικά στον Mika Salo, ο οποίος βρέθηκε στην πόρτα εξόδου της Arrows για χάρη του Toranosuke Takagi και είχε ήδη οδηγήσει σε τρεις αγώνες με την BAR αντί του τραυματία Ricardo Zonta. Ο Φινλανδός ξεχώρισε για τη νίκη που ουσιαστικά χάρισε στον Eddie Irvine στο Hockenheim, σημειώνοντας άλλο ένα βάθρο στη Monza. Όμως, μέχρι την επιστροφή του Schumacher στη δράση, οι υπόλοιποι αγώνες του Salo δεν ξεκόλλησαν ποτέ από τη μετριότητα. Μπορεί ο Badoer σαν σταθερός δοκιμαστής της Scuderia να γνώριζε τη φιλοσοφία της και το μονοθέσιό της, αλλά το αν θα απέδιδε καλύτερα από τον Salo σε αυτή την σπάνια περίσταση είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις.

Μετά το πέρας του 1999 και την είσοδο στον 21ο αιώνα, ο Ιταλός μονιμοποιήθηκε αποκλειστικά στο Maranello και έπαιξε έναν κρυφό, μα συνάμα καθοριστικότατο ρόλο, στη χρυσή πενταετία τίτλων της Ferrari. Από το 2000 έως το 2004, εκτιμάται πως διένυσε 32.000 με 40.000 χιλιόμετρα ανά σεζόν ώστε να εξελίξει τα μονοθέσια των Schumacher και Barrichello. Για την περίοδο αυτή, στη συνέντευξή του το 2004 εξήγησε:

Κάποιες φορές όταν κάνεις δοκιμές, πρέπει να σκεφτείς τι είναι καλό για την ομάδα παρά το πόσο γρήγορος είσαι. Σαφώς και δεν μπορώ να συγκριθώ με τον Michael ή τον Rubens. Αλλά είχα την ξεχωριστή ευκαιρία να δω πως οι χρόνοι μου είναι κοντινοί με τους δικούς τους, που σημαίνει πως είμαι και εγώ γρήγορος.

Σαν δοκιμαστής οδηγός οφείλεις να είσαι γρήγορος έτσι κι αλλιώς, διαφορετικά δεν βιώνεις αυτό που βιώνουν και εκείνοι μέσα στο μονοθέσιο. Αν είσαι ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τον ομόσταυλό σου, δεν μπορείς να έχεις την ίδια αίσθηση και δεν μπορείς να αντιληφθείς τα προβλήματα που ο ίδιος αντιμετωπίζει όταν οδηγεί.

Παραδόξως, ο Badoer απέρριψε πολλές προτάσεις ομάδων που του προσέφεραν θέση στο grid, προτιμώντας να διατηρήσει το πόστο του στην Ferrari. Στη συνέντευξή του τόνισε πως «μετά από 7 χρόνια [ως δοκιμαστής στη Ferrari], το αίσθημα όταν μπαίνω μέσα στο μονοθέσιο παραμένει ακόμη πολύ ιδιαίτερο».

Το όνειρο του Ιταλού να οδηγήσει επιτέλους επίσημα για την Scuderia στην F1 έγινε πραγματικότητα το 2009. Ο Felipe Massa τραυματίστηκε σοβαρά στις κατατακτήριες δοκιμές του GP Ουγγαρίας και, εφόσον ο Michael Schumacher ανάρρωνε ακόμη από ένα ατύχημά του με μοτοσικλέτα, ο Badoer κλήθηκε να τεθεί σε ετοιμότητα για τους πρώτους αγώνες μετά την καλοκαιρινή διακοπή.

Η συνέχεια αποδείχθηκε εφιαλτική. Ο Badoer εκκίνησε και τερμάτισε τελευταίος τόσο στη Βαλένθια όσο και στο Spa-Francorchamps, βλέποντας μάλιστα τον ομόσταυλο Kimi Räikkönen να κερδίζει εμφατικά στο Βέλγιο. Επιδόσεις όπως αυτές θεωρούνται ανεπίτρεπτες για οδηγό της Ferrari στην κοινή γνώμη και γι’ αυτό τον «στοιχειώνουν» ακόμη όταν ενθυμείται το όνομά του.

Αξίζει ωστόσο να διευκρινιστούν κάποιες πολύ βασικές παράμετροι. Όταν κλήθηκε ο Luca Badoer στη θέση του Massa, η F1 βρισκόταν στην απαρχή ενός μεγάλου ανασχεδιασμού των μονοθεσίων, ενώ είχε τεθεί και «πάγωμα» στην εξέλιξη των κινητήρων. Τέτοιες αλλαγές στους τεχνικούς κανονισμούς επέφεραν μεγάλο κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των πρώτων και των τελευταίων ομάδων του grid.

Σύμφωνα με τα σχετικά δεδομένα απόδοσης της περιόδου, η ποσοστιαία διαφορά ταχύτητας μεταξύ της ταχύτερης Red Bull και της τελευταίας Force India κυμαινόταν κάτω από το 2%. Για την ακρίβεια υπολογιζόταν στο 1,241%, κάτι που σε μια πίστα με μέσο χρόνο γύρου στο 1’40” ισοδυναμεί με διαφορά περίπου 1,2 δευτερολέπτων μεταξύ πρώτου και τελευταίου! Αν αναλογιστούμε πως η Force India, η τελευταία ομάδα βάσει δυναμικής, κατέκτησε στα ίσα μια pole position και σχεδόν τη νίκη στο Βέλγιο χάρις στον Giancarlo Fisichella, μπορούμε να αντιληφθούμε ευκολότερα το επίπεδο ανταγωνισμού εκείνης της σεζόν.

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, διαπιστώνουμε πως η πολύχρονη αποχή από την αγωνιστική δράση εξέθεσε τον Badoer πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να τον εκθέσει στις προηγούμενες σεζόν, όπου η Ferrari ήταν εμφανώς πιο ανταγωνιστική. Το 2009, η Scuderia σημείωσε τη χειρότερη χρονιά της στην F1 μετά το 2005, έχοντας το ταχύτερο συνολικά μονοθέσιο το 2006/2008 και δεύτερο ταχύτερο το 2007.

  • Κάντε μας like στο facebook
  • Κάντε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
  • Μπείτε στον server μας στο Discord

Ο Fisichella, αντικαταστάτης του Badoer στους τελευταίους πέντε αγώνες του 2009, δυσκολεύτηκε εξίσου αρκετά και απέδειξε με τη σειρά του πως, πέραν των παραγόντων που προαναφέρθηκαν, ο ιδιότροπος χειρισμός της Ferrari F60 καθιστούσε πιο περίπλοκο το έργο των οδηγών της. Ο τρεις-φορές νικητής Grand Prix δεν μπόρεσε να εκκινήσει σε θέση υψηλότερη από την 14η, ενώ προκρίθηκε τελευταίος όπως ο συμπατριώτης του στο παρθενικό GP Άμπου Ντάμπι.

Επίσης, η σεζόν του 2009 σηματοδότησε κατακόρυφη πτώση στις διαθέσιμες ημέρες δοκιμών για τις ομάδες. Η εισαγωγή του καινούριου συστήματος KERS κατέστησε με τη σειρά της την εμπειρία του Badoer από όλα τα προηγούμενα χρόνια σχεδόν ασήμαντη.

Luca BadoerΣυνοψίζοντας, οι ιδιαιτερότητες εκείνης της χρονιάς –γενικότερα στην F1 και ειδικότερα στη Ferrari– τείνουν να λησμονούνται τακτικά όταν αναφέρεται η περίπτωση του Luca Badoer. Δυστυχώς για τον ίδιο, οι δύο επίσημες εμφανίσεις του στην ιταλική ομάδα έχουν χαραχθεί ανεπανόρθωτα στις μνήμες της πλειοψηφίας.

Το δημοφιλές πανό που δημιουργήθηκε για εκείνον το 2009 στα πλαίσια του GP Βελγίου έμελλε να βάλει και επίσημα «ταφόπλακα» στην καριέρα του.

Νεκτάριος Αποστολόπουλος

Related Articles

Stay Connected

5,762ΥποστηρικτέςΚάντε Like
52ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
- Advertisement -spot_img

Latest Articles